γράφει η Αναστασία Μάντεση, Ψυχολόγος, MSc Σχολικής Ψυχολογίας, μέλος της Δ.Ο. της Ειδικής Μονάδας Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης «Οσελότος».
Τι ορίζεται ως παραβατικότητα
Στο βιβλίο της Κοινωνιολογίας της Γ’ Λυκείου αναφέρεται ότι:
Οι όροι «αποκλίνουσα συμπεριφορά», «εγκληματικότητα» και «παραβατικότητα» χρησιμοποιούνται συχνά ως συνώνυμοι. Στην εγκληματολογία όμως υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των τριών αυτών όρων. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά αποτελεί τον όρο-«ομπρέλα» που περιλαμβάνει την «εγκληματικότητα» και την «παραβατικότητα». Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας πολιτικής πρόληψης του εγκλήματος, έχει προταθεί η αντικατάσταση του όρου «εγκληματικότητα» με τον όρο «παραβατικότητα» κυρίως για τις πράξεις που δεν αξιολογούνται ως ιδιαίτερα σοβαρές για το σύνολο της κοινωνίας (π.χ. παραβάσεις Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, μικροκλοπές, γκράφιτι σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια χωρίς άδεια), αλλά και για την προστασία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι οι ανήλικοι παραβάτες (οι οποίοι χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και αντιμετώπισης). Με την επικράτηση του όρου «ανήλικος παραβάτης» αφενός αποφεύγεται ο στιγματισμός ενός νέου ως εγκληματία – αφού ένας νέος δεν προβαίνει συνήθως σε πράξεις ιδιαίτερα κατακριτέες, όπως είναι ο φόνος, η ένοπλη ληστεία ή οι βαριές σωματικές βλάβες- και αφετέρου ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για να υποστηριχθούν πολιτικές πρόληψης και όχι αυστηρής καταστολής για άτομα τα οποία βρίσκονται ακόμη σε φάση διαμόρφωσης του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς τους.
Γενικά για την εφηβεία
Μπαίνοντας στην εφηβεία, το παιδί-έφηβος/η αναμένεται να έχει ολοκληρώσει την ανάπτυξη και εξέλιξη των δεξιοτήτων οι οποίες επιτρέπουν την καλή σχολική, αλλά και ευρύτερη κοινωνική προσαρμογή του. Οι δεξιότητες αυτές μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Η συμμόρφωση προς τα όρια και τους κανόνες: Το παιδί αρχίζει να έχει πραγματικές υποχρεώσεις απέναντι στο σχολείο αλλά και την οικογένεια. Μπορεί πλέον να είναι υπεύθυνο για τα πράγματά του, να τακτοποιεί το δωμάτιό του, να κάνει μικρές δουλειές στο σπίτι. Αναμένεται να μπορεί να παραμείνει σχετικά ήσυχο στο σχολείο και να αφιερώσει χρόνο για μελέτη στο σπίτι. Μαθαίνει τη διαφορά ανάμεσα στο σωστό και το λάθος.
Η κοινωνικοποίηση: Το παιδί γίνεται πιο ανεξάρτητο από την οικογένεια και αποκτά δική του ζωή και ενδιαφέροντα. Οι φιλίες γίνονται όλο και πιο σημαντικές, και καλό είναι να ενθαρρύνονται από την οικογένεια. Αρχίζει να αναπτύσσεται η ενσυναίσθηση, η ικανότητα δηλαδή κατανόησης και αποδοχής των συναισθημάτων του άλλου.
Η εδραίωση της ταυτότητας του φύλου: Το παιδί που εισέρχεται στην εφηβεία αναμένεται να παρουσιάζει αυθόρμητη ταύτιση και συμμόρφωση προς τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα που αντιστοιχούν στο βιολογικό του φύλο.
Η μαθησιακή ικανότητα: Το παιδί αναμένεται να είναι σε θέση να ανταποκρίνεται τουλάχιστον επαρκώς στις απαιτήσεις της κάθε σχολικής τάξης.
Η τελειοποίηση της αδρής και λεπτής κίνησης: Το παιδί μαθαίνει να γράφει με άνεση και ταχύτητα ενώ βελτιώνεται η αθλητική ικανότητα και η ισορροπία του.
Η συγκέντρωση της προσοχής: Το παιδί αναμένεται να έχει κατακτήσει επαρκή έλεγχο της προσοχής, της παρορμητικότητας και της κινητικότητάς του ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της σχολικής ζωής και της εκμάθησης σύνθετων εννοιών και δεξιοτήτων. Μπορεί να οργανώνει το λόγο και τις ενέργειές του και να συγκεντρώνεται ικανοποιητικά στις σχολικές εργασίες.
Η συγκεκριμένη λογική σκέψη: Πρόκειται για την ικανότητα εφαρμογής λογικών πράξεων για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Αυτού του είδους η σκέψη επιτρέπει στο παιδί να συνδυάζει, να ξεχωρίζει, να ταξινομεί και να μετασχηματίζει αντικείμενα στο μυαλό του.
Ελλιπής ανάπτυξη οποιασδήποτε από τις παραπάνω δεξιότητες είναι αναπόφευκτο να μεταφερθεί και να προκαλέσει δυσκολίες στην καλή προσαρμογή του παιδιού στο επόμενο αναπτυξιακό στάδιο, αυτό της εφηβείας. Πάρα πολύ συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, και στους νεαρούς παραβάτες, η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά τους να προέρχεται από αφρόντιστες δυσκολίες οι οποίες πρωτοεκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας (6-11 ετών).
Με την ολοκλήρωση της εφηβείας αναμένεται να έχουν κατακτηθεί όλες οι δεξιότητες οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες για την ουσιαστική ενηλικίωση και ανεξαρτητοποίηση του ατόμου. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει χωρίς μια ενδιάμεση περίοδο αντιφάσεων και συγκρούσεων. Οι ραγδαίες αλλαγές της εφηβείας μπορούν να συγκριθούν μόνο με εκείνες της βρεφικής ηλικίας. Οι έφηβοι/ες καλούνται να προσαρμοστούν στις αλλαγές τις οποίες βιώνουν και να προετοιμαστούν για την ενήλικη ζωή. Πρόκειται για τη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενήλικη ζωή και αυτό αντικατοπτρίζεται στο συναίσθημα, στη σκέψη και στη συμπεριφορά των εφήβων, όπου συνυπάρχουν ή εναλλάσσονται τα χαρακτηριστικά του παιδιού με εκείνα του ενηλίκου.
Η αφηρημένη σκέψη: Ο/Η έφηβος/η κατακτά την ικανότητα να διατυπώνει υποθέσεις, ακόμη και εναλλακτικές υποθέσεις, για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, και να ελέγχει τα δεδομένα με βάση αυτές τις υποθέσεις, προκειμένου να λάβει μια απόφαση. Παρόλο όμως που οι έφηβοι/ες είναι πλέον εξίσου «έξυπνοι/ες» με τους ενήλικες, οι αποφάσεις που λαμβάνουν στην πραγματικότητα συχνά είναι τελείως αντίθετες με την κοινή λογική. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται αφενός στον φτωχό έλεγχο των παρορμήσεων που χαρακτηρίζει τους/τις εφήβους/ες και αφετέρου στη σημαντικότητα που έχει για τους/τις εφήβους/ες η ομάδα των συνομηλίκων τους.
Η κοινωνική ανάπτυξη και η κατάκτηση ατομικής ταυτότητας: Ο/Η έφηβος/η αρχίζει να συνειδητοποιεί τις διαφορές από τους ενήλικες και αισθάνεται την ανάγκη να διαφοροποιήσει τον εαυτό του/της όσο γίνεται περισσότερο προκειμένου να καταφέρει να αυτοπροσδιοριστεί. Πρόκειται για την γνωστή «κρίση ταυτότητας» (Erikson) της εφηβείας, μια διαδικασία συχνά επώδυνη τόσο για τον ίδιο τον/την έφηβο/η αλλά και για την οικογένειά του/της. Ο/Η έφηβος/η στρέφεται προς την ομάδα των συνομηλίκων, συχνά απορρίπτοντας τα οικογενειακά πρότυπα και αξίες. Ειδικά στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες όπου παρατηρείται μία σχετική ασάφεια τόσο γύρω από το χρόνο ενηλικίωσης, όσο και γύρω από το δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εφήβων, οι έφηβοι/ες έρχονται συχνά σε σύγκρουση ή ακόμη και σε ρήξη με την οικογένειά τους. Σε κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες, οι έφηβοι/ες τείνουν να υιοθετούν με μεγαλύτερη ευκολία τα πρότυπα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
Η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας: Οι έφηβοι/ες αναμένεται να εκδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα, ως αποτέλεσμα των φυσιολογικών ορμονικών μεταβολών που συμβαίνουν στο σώμα τους. Αυνανίζονται, πειραματίζονται και συζητούν έντονα με τους συνομηλίκους τους για το σώμα τους και το σεξ. Η σεξουαλική ταυτότητα αναμένεται να έχει αποκρυσταλλωθεί στο τέλος της εφηβείας, οπότε ο/η νέος/α είναι έτοιμος να αναζητήσει ερωτικό σύντροφο και να συνάψει μια ολοκληρωμένη και ισότιμη ερωτική σχέση.
Προκειμένου να περιγραφεί η γενικότερη κατάσταση εσωτερικής και εξωτερικής αναταραχής την οποία βιώνει ο/η έφηβος/η χρησιμοποιείται ο όρος «κρίση της εφηβείας». Παρότι ένα μεγάλο ποσοστό των εφήβων περνούν μια ομαλή και προοδευτική αλλαγή, οι περισσότεροι/ες βιώνουν αυτή την κρίση, είτε ως λανθάνουσα, σιωπηρή ψυχική αναστάτωση, είτε ως εμφανή και έκδηλη κρίση, η οποία τους/τις φέρνει και σε σύγκρουση με το περιβάλλον τους. Επιπλέον, η κρίση της εφηβείας δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο καθ’ όλη τη διάρκειά της.
Στην πρώιμη εφηβεία (11-14 έτη), η κρίση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε:
Κυκλοθυμία, δυσθυμία, απόσυρση: Το παιδί μπορεί να παραπονιέται για μοναξιά ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει την απομόνωση, να αλλάζει συνεχώς γνώμη, να κατηγορεί τους άλλους για τις δυσκολίες του, να φάσκει και να αντιφάσκει. Εάν δεν φτάνει στα όρια της κοινωνικής απομόνωσης, η τάση αυτή θεωρείται γενικά αποδεκτή, ως η ηπιότερη ίσως εκδήλωση της κρίσης της εφηβείας.
Διαταραχές στην εικόνα του σώματος: Το παιδί μπορεί να αισθάνεται δυσαρεστημένο με το σώμα του, να ντρέπεται γι’ αυτό ή και να έχει τελείως διαστρεβλωμένη εικόνα για το σώμα του ή συγκεκριμένα μέλη του σώματός του. Μπορεί να αποφεύγει την έκθεση αρνούμενο να συμμετέχει σε αθλητικές δραστηριότητες ή φορώντας φαρδιά ή ακατάλληλα για την εποχή ρούχα.
Διαταραχές στη σίτιση και τη διατροφή: Συχνά ως αποτέλεσμα της διαταραγμένης εικόνας σώματος, αλλά και ανεξάρτητα από αυτήν, τα παιδιά μπορεί να καταφύγουν στην υπερφαγία, τη μονοφαγία ή τη στερητική δίαιτα. Πρόκειται για τη συνηθέστερη ηλικία επέλευσης της νευρογενούς ανορεξίας και βουλιμίας.
Διαταραχές στον ύπνο: Το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να κοιμηθεί, να δυσκολεύεται να ξυπνήσει και να τηρήσει τα ωράριά του. Αισθάνεται συνεχώς κουρασμένο και ευερέθιστο, ενώ δυσκολεύεται να ελέγξει τις επιδόσεις του.
Φοβίες: Ως φοβία ορίζεται ο παράλογος και υπερβολικός φόβος απέναντι σε ένα αντικείμενο ή μία κατάσταση. Οι έφηβοι/ες συχνά εμφανίζουν κοινωνικές φοβίες, απέναντι σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις και συναναστροφές, και ειδικές φοβίες, που παίρνουν τη μορφή του φόβου θανάτου.
Στη μέση εφηβεία (14-17 έτη), οι ίδιες εσωτερικές συγκρούσεις εξωτερικεύονται με διαφορετικούς τρόπους. Σε αυτό το στάδιο οι έφηβοι/ες:
Γίνονται εριστικοί/ές και απότομοι/ες: Συνήθως απέναντι στους γονείς ή φροντιστές, τους καθηγητές, το άλλο φύλο. Μέσα από τη φαινομενικά ανεξήγητη εχθρικότητα και αντιδραστικότητα του παιδιού προδίδεται το πόσο ανέτοιμο είναι ακόμη να αντιμετωπίσει τους άλλους σε μια σχέση βασισμένη στην ισοτιμία και όχι στην εξουσία και την εξάρτηση.
Απορρίπτουν τις κοινωνικές αξίες και υιοθετούν τα πρότυπα και τις αξίες της εφηβικής κουλτούρας: Εκτός από την οικογένεια και τις οικογενειακές αξίες, ο/η έφηβος/η τείνει προς το μηδενισμό και την απόρριψη του συνόλου των κοινωνικών αξιών. Φτάνει συχνά να συμμερίζεται ακραίες ιδεολογίες και υιοθετεί όχι μόνο τα πρότυπα και τις αξίες αλλά και το ντύσιμο, τη γλώσσα και τις συνήθειες της λεγόμενης εφηβικής κουλτούρας.
Υιοθετούν επικίνδυνες ή/και παραβατικές συμπεριφορές: Ο/Η έφηβος/η μπορεί, υπό την πίεση των εσωτερικών του/της συγκρούσεων και της ομάδας των συνομηλίκων, και στο πλαίσιο της εναντίωσης και της αντιδραστικότητας προς τις κοινωνικές αξίες και νόρμες, να εμπλακεί σε μια σειρά από συμπεριφορές που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλειά του/της, όπως η χρήση παράνομων ουσιών και αλκοόλ, το κάπνισμα, η επικίνδυνη οδήγηση, η μη ασφαλής σεξουαλική δραστηριότητα, η κατάχρηση του διαδικτύου, η λεκτική και σωματική επιθετικότητα.
Στην όψιμη εφηβεία (17-19 έτη) έχουμε πλέον να κάνουμε με ένα/μια νεαρό/η ενήλικα, ο/η οποίος/α αναμένεται πλέον να έχει αναπτύξει ικανοποιητικά όλες τις δεξιότητες οι οποίες θα του/της επιτρέψουν να κάνει μια καλή αρχή στην επόμενη φάση της ζωής του/της. Συχνά ωστόσο, ειδικά σε περιπτώσεις όπου προϋπάρχουν αφρόντιστα ψυχοσυναισθηματικά και κοινωνικά ελλείμματα από τα προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια, η αυξημένη αυτονομία και ανεξαρτησία του/της νέου/ας τον/την εκθέτει σε κινδύνους για τους οποίους είναι απροετοίμαστος/η.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας είναι εξαιρετικής σημασίας η επαγρύπνηση του περιβάλλοντος του/της έφηβου/ης προκειμένου για την έγκαιρη αναγνώριση της εμφάνισης κάποιας ή κάποιων από τις παραπάνω συμπεριφορές. Όσο νωρίτερα εντοπιστεί η τάση του να εκδηλώνει τις εσωτερικές του συγκρούσεις με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο ο οποίος ενδέχεται να εκθέσει σε κίνδυνο την ψυχική ή τη σωματική του υγεία, την ασφάλεια ή την επιτυχή του προσαρμογή, τόσο ευκολότερο θα είναι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Παρατηρείται συχνά το φαινόμενο τα διαφορετικά πλαίσια ή ενήλικες οι οποίοι μοιράζονται την ευθύνη του/της έφηβου/ης να εντοπίζουν το ζήτημα εγκαίρως αλλά να αναλώνονται στην προσπάθεια απόδοσης και μετάθεσης της ευθύνης στην «άλλη πλευρά». Ταυτόχρονα, μπορεί να δαιμονοποιούν το παιδί ή να το απαλλάσσουν εξ’ ολοκλήρου από τις ευθύνες του. Καμία από αυτές τις στάσεις δεν βοηθά, ούτε στην ανακούφιση του παιδιού που βιώνει την κρίση, ούτε στον έλεγχο των ανεπιθύμητων συμπεριφορών.
Είναι ανάγκη όλοι οι εμπλεκόμενοι να κατανοήσουν ότι ένας/μια έφηβος/η σε κρίση υποφέρει και χρειάζεται βοήθεια προκειμένου να κατορθώσει να ισορροπήσει ψυχοσυναισθηματικά και να μην χρειάζεται να καταφεύγει σε ακραίες συμπεριφορές- εκδηλώσεις των εσωτερικών του συγκρούσεων. Η αναζήτηση της βοήθειας ειδικού είναι προτιμότερο να μην είναι η ύστατη λύση, αλλά μια προληπτική κίνηση, η οποία μπορεί να γλιτώσει παιδιά και ενήλικες από πολλές επιπλοκές και πολύ σοβαρότερες καταστάσεις στο μέλλον.
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη του παιδιού
Οι τραυματικές εμπειρίες, η κακοποίηση ή/και παραμέληση, η ανέχεια, μπορεί να επηρεάζουν τις κατακτήσεις των παιδιών ανά χρονικό ορόσημο, π.χ. δυσκολίες στην ανάπτυξη λόγου ή τρόπου σκέψης ή λεπτής κίνησης. Ακόμη, σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες παρατηρούνται συγκεκριμένες τελετουργίες οι οποίες σηματοδοτούν το πέρασμα από το ένα αναπτυξιακό στάδιο στο άλλο. Ανάλογα με την κουλτούρα κάθε οικογένειας ενδέχεται επίσης να υπάρχουν διαφορετικές προσδοκίες σχετικά με το τι πρέπει να έχει καταφέρει ένα παιδί ανά ηλικία. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία απαιτούν την παρέμβαση εξειδικευμένων επαγγελματιών.