Παρά την εκτεταμένη συζήτηση που επικρατεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην σχολική κοινότητα για τον αυτισμό, η Διαταραχή Αυτιστικού φάσματος εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ο όρος ‘’αυτισμός’’ χρησιμοποιείται συχνά με τρόπο άστοχο ή ακόμα και προσβλητικό, ενισχύοντας μια εσφαλμένη αντίληψη για τα αυτιστικά άτομα. Με βάση τα παραπάνω, η ενημέρωση σχετικά με την Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος καθίσταται απαραίτητη, όπως και η διάψευση των μύθων που επικρατούν γύρω από αυτή.
Σύμφωνα με το DSM-5 (5η Έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών), η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία και αλληλεπίδραση, όπως αυτά εκδηλώνονται σε πολλαπλά πλαίσια και από περιορισμένα, επαναληπτικά πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, ένα παιδί με αυτισμό συνήθως δυσκολεύεται να δημιουργήσει μια τυπική με εναλλαγές συζήτηση, αποφεύγοντας το μοίρασμα προσωπικών ενδιαφερόντων ή συναισθημάτων και παρουσιάζει επαναληπτικά πρότυπα συμπεριφοράς, όπως στερεότυπες κινήσεις, χρήση αντικειμένων, προσκόλληση σε συγκεκριμένες ρουτίνες ή αισθητηριακές ιδιαιτερότητες.
Τρείς μύθοι για τον αυτισμό
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω κριτήρια, είναι σημαντικό να ξεσκεπάσουμε τους τρεις συνηθέστερους μύθους γύρω από τον αυτισμό. Ο πρώτος από αυτούς, υποστηρίζει πως όλα τα παιδιά με αυτισμό έχουν νοητική υστέρηση. Πρόκειται για μια λανθασμένη αντίληψη, καθώς ο αυτισμός αποτελεί ένα ευρύ φάσμα και τα παιδιά που ανήκουν σε αυτό, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν τρία επίπεδα λειτουργικότητας στον αυτισμό:
- Επίπεδο 1: άτομα που χρειάζονται μικρή υποστήριξη στη ζωή τους
- Επίπεδο 2: άτομα που χρήζουν ενισχυμένης υποστήριξης στη ζωή τους
- Επίπεδο 3: άτομα που χρήζουν ενισχυμένης και συνεχούς υποστήριξης στη ζωή τους
Μάλιστα, τα σύγχρονα δεδομένα δείχνουν πως τα ποσοστά νοητικής υστέρησης στον αυτισμό ανέρχονται στο 30%. Συνεπώς, υπάρχουν παιδιά με αυτισμό που παρουσιάζουν νοητική υστέρηση και παράλληλα άλλα παιδιά με αυτισμό διαθέτουν μέση ή ακόμα και ανώτερη νοημοσύνη.
Ο δεύτερος μύθος αναφέρει πως τα παιδιά που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού δεν έχουν ενσυναίσθηση. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να κατανοούμε τα συναισθήματα των άλλων και να μοιραζόμαστε τα δικά μας μαζί τους. Η ενσυναίσθηση διακρίνεται σε συναισθηματική και γνωστική. Η συναισθηματική ενσυναίσθηση περιγράφει την ικανότητα του ατόμου να ανταποκρίνεται με κατάλληλο συναισθηματικά τρόπο στην νοητική κατάσταση του άλλου, όπως είναι η συμπόνοια που δείχνει το άτομο στην θλίψη κάποιου φίλου. Αντίθετα, η γνωστική ενσυναίσθηση αφορά στην κατανόηση της αντίληψης του άλλου, ανεξάρτητα από το αν εκφράζεται το αντίστοιχο συναίσθημα. Τα αυτιστικά άτομα, βιώνουν απλά και σύνθετα συναισθήματα και έχουν την ικανότητα να συντονιστούν με τα συναισθήματα των άλλων, καταρρίπτοντας τον μύθο που τα παρουσιάζει ως ψυχρά και παθητικά. Η δυσκολία τους συναντάται κυρίως στη γνωστική ενσυναίσθηση και στην κατανόηση της οπτικής των άλλων ανθρώπων, ανεξάρτητα από το συναίσθημα τους, όπως είναι η δυσκολία κατανόησης των κοινωνικών καταστάσεων ή των παραγόντων που προκάλεσαν ένα συγκεκριμένο συναίσθημα στους ανθρώπους γύρω τους.
Ο τρίτος μύθος περιγράφει πως ο αυτισμός προκαλείται από την έλλειψη στοργής ή την ψυχρότητα της μητέρας. Πρόκειται για μια θεωρία που συνοδεύτηκε από καταστροφικές συνέπειες, ενοχοποιώντας τους γονείς των αυτιστικών παιδιών και καθυστερώντας σημαντικά την έγκυρη έρευνα και διάγνωση. Στην πραγματικότητα, η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή και η συμβολή των γενετικών παραγόντων στην αιτιοπαθογένεια της είναι καθοριστική. Επομένως, μπορεί οι περιβαλλοντικοί παράγοντες να συμβάλλουν στην εξέλιξη της διαταραχής, αλλά υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι ο αυτισμός έχει γενετική βάση. Η ενοχοποίηση της μητέρας ή των γονέων γενικότερα μπορεί να επιφέρει μόνο αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας τον στιγματισμό της οικογένειας, η οποία αγωνίζεται να αντιμετωπίσει μια κατάσταση συχνά πρωτόγνωρη για εκείνη και να στηρίξει το παιδί της.
Καταρρίπτοντας τους παραπάνω μύθους και λαμβάνοντας κατάλληλη ενημέρωση, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις πραγματικές ανάγκες των ατόμων που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού και με γνώση και αποδοχή να συμβάλουμε στην ανάπτυξη των ικανοτήτων τους και στη βελτίωση της ζωής τους.
Πηγή: Βογινδρούκας, Ι., Φραγνής, Κ., & Καραντώνης, Γ. (2023). Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος: Κλινικά και Εκπαιδευτικά Θέματα. Αθήνα: Αφοί Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε.
Γράφει η Βάγια Πλατσατούρα, Ψυχολόγος